-
1 задвинуть
ρ.σ.1. σπρώχνω, ωθώ• χώνω•задвинуть сапоги под кровать σπρώχνω τις μπότες κάτω από το κρεβάτι.
|| κλείνω•задвинуть дверь засовом κλείνω την πόρτα με το μάνταλο.
|| φράζω, εμποδίζω τη θέα•2. τραβώ, σύρω•задвинуть занавес κλείνω την κουρτίνα•
задвинуть задвишку περνώ το σύρτη.
σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -лся засов περάστηκε ο σύρτης.